Το «μυστικό» του επιτυχημένου επιχειρησιακού σχεδιασμού
Γράφει ο Λάμπρος Δημητρέλος
Οι θεμελιώδεις αρχές για τον σχεδιασμό μιας επιχείρησης παραμένουν ίδιες, ασχέτως αν ο «σχεδιαστής» είναι ένας στρατιωτικός που υπερασπίζεται τη χώρα του, ένας αστυνομικός που συλλαμβάνει έναν κακοποιό, ή ένας νομοταγής πολίτης που προσπαθεί να προστατέψει το σπίτι του από επίδοξους εισβολείς. Το παρόν άρθρο θα ασχοληθεί με το αστυνομικό σκέλος. Ο αστυνομικός επιχειρησιακός σχεδιασμός ξεκινά με μια εκτίμηση της «απειλής», του αντιπάλου υπόπτου ή δράστη έκνομης ενέργειας. Ο «σχεδιαστής» μπορεί να είναι ένας αστυνομικός περιπολίας που σχεδιάζει το πώς θα ενεργήσει σε ένα σήμα κέντρου ή σε έναν έλεγχο υπόπτου μαζί με τον συνεργάτη του, μέχρι έναν υψηλόβαθμο αξιωματικό που σχεδιάζει μιας ευρείας κλίμακας επιχείρηση.
Αρχικά ο «σχεδιαστής» ιεραρχεί τις απειλές και τις θέτει σε προτεραιότητα ανάλογα με το επίπεδό τους και την πιθανότητα εκδήλωσής τους. Στη συνέχεια γνωστοποιεί αυτή τη λίστα απειλών στους επικεφαλής των υφιστάμενων επιχειρησιακών μονάδων, οι οποίοι κάνουν διαπιστώσεις και προτάσεις, ανάλογα με τις επιχειρησιακές τους δυνατότητες και συνθήκες, προμηθεύοντας με πολύτιμες πληροφορίες ανάδρασης (feedback) τον ιεραρχικά ανώτερο «σχεδιαστή». Όταν μια μονάδα αναπτύσσει τις διαπιστώσεις και προτάσεις της σχετικά με την επιχειρησιακή διαχείριση των απειλών, αυτό πρέπει να γίνεται με όρους σοβαρότητας και ανάλυσης πιθανότητας. Ουσιαστικά, θα πρέπει να μπορεί να απαντηθεί το εξής απλό: «Πόσο πιθανό είναι να συμβεί κάτι και αν αυτό το κάτι τελικά συμβεί, πόση ζημιά θα επιφέρει και γενικότερα πόσο κακό θα είναι»; Ο «σχεδιαστής» λοιπόν θα πρέπει να ζυγίσει αυτούς τους δύο παράγοντες και να λάβει την τελική απόφαση ιεράρχησης της απειλής, με βάση τις απαντήσεις σε αυτό το σύνθετο ερώτημα.
Από τη στιγμή που θα ολοκληρωθεί η ιεράρχηση των απειλών, το επόμενο βήμα είναι η κατά το δυνατόν ρεαλιστικότερη πρόβλεψη του πώς θα δράσει η κάθε απειλή υπό πραγματικές συνθήκες. Δεν αναφέρομαι σε ακριβή πρόβλεψη μέχρι και της παραμικρής λεπτομέρειας δράσης της απειλής, αλλά στο γενικότερο πλαίσιο δράσης, το οποίο θα βασίζεται σε σοβαρές εκτιμήσεις ή σε ιστορικό δράσης τέτοιου είδους απειλής κατά το παρελθόν. Αφού ολοκληρωθεί η προσπάθεια πρόβλεψης της «πιθανής δράσης της απειλής», θα πρέπει να σκεφτούμε το χειρότερο δυνατό σενάριο (worst case scenario), ήτοι την «πιο επικίνδυνη δυνατή δράση της απειλής».
Η ιεράρχηση των απειλών και η τελική απόφαση για την εκπόνηση συγκεκριμένου σχεδίου που θα τις αντιμετωπίζει, είναι αποκλειστική και αμεταβίβαστη ευθύνη του επικεφαλής.
Όλες οι σύγχρονες σχολές στρατηγικού και τακτικού σχεδιασμού, διδάσκουν στους «σχεδιαστές» την ικανότητα να αναγνωρίζουν τα κάτωθι δύο στοιχεία:
Α) Πιθανή δράση της απειλής,
Β) Πιο επικίνδυνη δυνατή δράση της απειλής.
Ωστόσο, κάποιοι «σχεδιαστές» αδυνατούν να αντιληφθούν τη φύση, τη σχέση και τη διαφορά ουσίας μεταξύ των δύο. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το να θεωρούν την «πιο επικίνδυνη δράση της απειλής» ως μια «πιθανή δράση απειλής», απλώς αναβαθμισμένη ως προς το μέγεθος ή/και την ένταση. Αυτό είναι μια αποτυχία αντίληψης της τακτικής κατάστασης και γι’ αυτόν τον λόγο πολλοί επικεφαλής σχεδιάζουν με την παρακάτω σειρά:
1) Αναγνώρισε την πιθανή δράση του αντιπάλου,
2) Αναγνώρισε την πιο επικίνδυνη δυνατή δράση του αντιπάλου,
3) Εκπόνησε ένα σχέδιο για να αντιμετωπίσεις τη δράση του αντιπάλου.
Είναι προφανές ότι τα παραπάνω βήματα είναι με λάθος σειρά… Δυστυχώς, πολλοί επικεφαλής αδυνατούν να το αντιληφθούν αυτό. Ο σωστός τρόπος αντιμετώπισης είναι αφού αναγνωρίσεις την πιθανή δράση του αντιπάλου, αμέσως μετά να εκπονήσεις ένα σχέδιο αντιμετώπισής της. Μόνο τότε θα καταστεί δυνατόν να περιγράψεις με σαφήνεια και αληθοφάνεια την πιο επικίνδυνη δυνατή δράση του αντιπάλου. Η «πιο επικίνδυνη δυνατή δράση» δεν είναι απλά μια μεγεθυμένη «πιθανή δράση», αλλά ουσιαστικά έχει λάβει υπ’ όψιν της τις αδυναμίες και πρακτικές αστοχίες του σχεδίου αντιμετώπισής σου κι έχει επανέλθει δριμύτερη.
Όταν ο «σχεδιαστής» λοιπόν αναγνωρίσει με τη σωστή διαδικασία την πιο επικίνδυνη δυνατή δράση της απειλής (και όχι με απλή μεγέθυνση της πιθανής δράσης της απειλής), αυτό θα του επιτρέψει να εκπονήσει ένα «αναβαθμισμένο σχέδιο», το οποίο θα απαντά στην πιο επικίνδυνη δυνατή δράση της απειλής. Είναι πολύ σημαντικό να γίνει κατανοητό το ότι το αναβαθμισμένο σχέδιο δεν είναι ένα εντελώς νέο σχέδιο, αλλά ένα σχέδιο αναπροσαρμογής του υπάρχοντος σχεδίου αντιμετώπισης εν μέσω της μάχης, καθώς η απειλή έχει αναγνωρίσει τις αδυναμίες και πρακτικές δυσκολίες εφαρμογής του σχεδίου μας και αναβαθμίζει τη δράση της εκμεταλλευόμενη αυτές. Ο «σχεδιαστής» έχει υποχρέωση να καταστήσει ευέλικτη την αλλαγή από το αρχικό στο αναβαθμισμένο σχέδιο αντιμετώπισης της απειλής, διευκολύνοντας έτσι τις επιχειρησιακές ομάδες στην επιτυχή υλοποίησή του.
Έτσι, το μυστικό της επιτυχίας του επιχειρησιακού σχεδιασμού κρύβεται στα ακόλουθα βήματα και τη σωστή σειρά τους:
1) Αναγνώρισε την πιθανή δράση του αντιπάλου,
2) Εκπόνησε ένα αρχικό σχέδιο για να αντιμετωπίσεις την πιθανή δράση του αντιπάλου,
3) Αναγνώρισε την πιο επικίνδυνη δυνατή δράση της απειλής (η οποία αξιοποιεί μεταξύ των εξωγενών συνθηκών που ανακύπτουν και τις εγγενείς αδυναμίες του αρχικώς εκπονημένου σχεδίου του βήματος 2),
4) Εκπόνησε ένα αναβαθμισμένο σχέδιο για να αντιμετωπίσεις την πιο επικίνδυνη δυνατή δράση του αντιπάλου,
5) Κάνε τις αναγκαίες ρυθμίσεις στο αρχικό σχέδιο, ώστε να καταστεί αποτελεσματική η μετάβαση από το αρχικό, στο αναβαθμισμένο σχέδιο.
Μια κλασσική «πιο επικίνδυνη δυνατή δράση» ενός ληστή τράπεζας είναι η ομηρεία. Οι αστυνομικοί που επιχειρούν πρέπει να έχουν προσυμφωνήσει στο πότε και πώς θα γίνει η μετάπτωση από το «αρχικό» στο «αναβαθμισμένο» σχέδιο αντιμετώπισης του περιστατικού, ενώ οι επικεφαλής τους και «σχεδιαστές» πρέπει να έχουν φροντίσει ώστε αυτή η μετάπτωση να είναι τακτικά ευέλικτη, γρήγορη και αποτελεσματική.
Τα παραπάνω βήματα είναι μια γενική κατεύθυνση σχεδιασμού και όχι η μοναδική. Το σημείο κλειδί είναι ο εκάστοτε επικεφαλής να αντιλαμβάνεται το πώς η μία σχεδιαστική δραστηριότητα ή απόφαση οδηγεί στην επόμενη. Ο αντικειμενικός σκοπός είναι να εκπονούνται απλά στην κατανόηση και απλά στην εκτέλεση σχέδια δράσης/αντίδρασης, τα οποία να παραμένουν αρκετά ευέλικτα ώστε να αντιμετωπίζουν τους εκάστοτε μη αναμενόμενους εξωγενείς ή/και ενδογενείς παράγοντες που ανακύπτουν εν μέσω εξέλιξης της αστυνομικής επιχείρησης.